- κτηνοστάσιον
- κτηνο-στάσιον, τό, Viehstall
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κτηνοστάσιο — το (AM κτηνοστάσιον) τόπος όπου ζουν κτήνη, στάβλος, μάντρα ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + στάσιο(ν)*, πρβλ. εικονο στά σιο, εργο στά σιο] … Dictionary of Greek